αἰσιμνάτας

αἰσιμνάτας
αἰσιμνάτας,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμφικτίονες — ἀμφικτίονες, και κτύονες, οι (Α) 1) αυτοί που κατοικούν γύρω ή κοντά, περίοικοι, γείτονες 2. (ως κύριο όνομα) οι απεσταλμένοι των πόλεων που ήταν συνδεδεμένες σε Αμφικτιονία ή αμφικτιονική ομοσπονδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κτίονες ή κτύονες < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”